ταπείνωση
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
Greek Monolingual
η / ταπείνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ταπεινῶ, -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ταπεινώνω, ηθική μείωση, εξευτελισμός
μσν.-αρχ.
ταπεινοφροσύνη, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. ελάττωση ύψους
2. σμίκρυνση
3. ελάττωση οιδήματος
4. φαυλότητα ύφους
5. αστρολ. απόκλιση αστέρα ή πλανήτη.