φασολιά
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
Greek Monolingual
και φασουλιά, η, Ν φασόλι / φασούλι
(βοτ.) κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών φασίολος, το οποίο ανήκει στην οικογένεια φαβίδες ή ψυχανθή της τάξης φαβώδη, και το οποίο περιλαμβάνει σημαντικότατα από οικονομική άποψη είδη, καλλιεργούμενα σε όλο τον κόσμο για τους εδώδιμους καρπούς και τα σπέρματά τους, τα γνωστά φασόλια.