τρυγηφόρος
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ον,
A bearing corn or grapes, h.Ap. 529.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠγηφόρος: -ον, ὁ φέρων καρπούς, ἰδίως σταφυλάς, καρποφόρος, οἰνοφόρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 529.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des récoltes, du vin.
Étymologie: τρύγη, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που παράγει δημητριακά και φρούτα, κυρίως σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + -φόρος (< φέρω)].