Τύχη
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la Fortune, déesse du bonheur.
Étymologie: τύχη.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
μυθ. θεά-προσωποποίηση της σύμπτωσης και της ευτυχούς συγκυρίας, που αναφέρεται ως θυγατέρα του Ωκεανού ή του Νηρέως ή του Ελευθερίου Διός ή του Προμηθέως ή του Ευβουλέως και είχε ως σύμβολο το κέρας της Αμάλθειας και τον μικρό Πλούτο, ενώ αργότερα θεωρήθηκε ως μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων, ως αγαθός ενδιάμεσος δαίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. τύχη.