φύζω

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύζω Medium diacritics: φύζω Low diacritics: φύζω Capitals: ΦΥΖΩ
Transliteration A: phýzō Transliteration B: phyzō Transliteration C: fyzo Beta Code: fu/zw

English (LSJ)

late Ion. for φεύγω, Heraclid. ap. Eust.1643.2: part. aor. Pass. φυζηθέντες (as if from φυζάομαι) Nic.Th.825.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. πεφυγ(F)ότες (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. πέφυγα σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του φεύγω, πρβλ. μτχ. μέσ. παρακμ. πεφυγμένος), κατ' επίδραση του φύζα.