φυλογονία
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
η, Ν
η φυλογένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλο / φυλή + -γονία (< -γονος < γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λουκ. Παπαϊωάννου].