τίλιο
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
το, Ν
1. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα της μικρόφυλλης φλαμουριάς, αλλ. λεπτόφυλλο φλαμούρι
2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα της πλατύφυλλης φλαμουριάς, αλλ. πλατύφυλλο φλαμούρι
3. (φαρμ.) έγχυμα ανθέων διαφόρων ειδών φλαμουριάς, συνήθως της Tilia cordata και της Tilia platyphyllos, που περιέχει αιθέρια έλαια, βλεννώδεις και πικρές ουσίες καθώς και γλυκοσίδες φλαβονών και χρησιμοποιείται ως διαφορητικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό και κατευναστικό υπό μορφή πώματος ή λουτρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tiglio < λατ. tilia «φιλύρα» < πτελέα.