συνεπίσταμαι

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπίσταμαι Medium diacritics: συνεπίσταμαι Low diacritics: συνεπίσταμαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: synepístamai Transliteration B: synepistamai Transliteration C: synepistamai Beta Code: sunepi/stamai

English (LSJ)

   A to be privy to, τὴν ἐπανάστασιν X.HG5.4.19; ἀπιστότατον ἔργον σ. μοι πεποιηκότι Gorg.Pal.21; σ. τινὶ πονηρὰ δράσαντι Luc.Cat.23, cf. 27; οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι σ. Id.VH2.31, cf. Cal. 9; ἃ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι LXX Jb.19.27.    2 know perfectly well or fully, πολλάκις ἑώρακα . . τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ' ἃ ἀεὶ πάντες συνεπιστάμεθα Pl.Lg.821c; οὐκ ἄρα συνεπίστανται ὅτι ἐπίστανται; Arist.SE177a27.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπίσταμαι: ἀποθ., γινώσκω καλῶς μετά τινος, μετέχω τῶν μυστικῶν αὐτοῦ, τὼ δύω στρατηγώ, οἳ συνηπιστάσθην τὴν τοῦ Μίλωνος ἐπὶ τοὺς περὶ Λεοντιάδην ἐπανάστασιν Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 19· συνεπίσταμαί σοι πονηρὰ δράσαντι Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 23, πρβλ. 27· οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι συνηπιστάμην ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, πρβλ. περὶ Διαβολ. 9. 2) γινώσκω ἀπὸ κοινοῦ, γινώσκω καλῶς, τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ’ ἃ ἀεὶ πάντες ξυνεπιστάμεθα Πλάτ. Νόμ. 812C· οὐκ ἄρα σ. ὅτι ἐπίστανται Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 19, 3.

French (Bailly abrégé)

savoir avec :
1 être dans le secret de, acc.;
2 avoir conscience de ; avec un part. au dat. : avoir conscience que qqn….
Étymologie: σύν, ἐπίσταμαι.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπίσταμαι
γνωρίζω πολύ καλά κάτι, έχω συνείδηση κάποιου πράγματος
αρχ.
γνωρίζω καλά κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπίσταμαι
γνωρίζω πολύ καλά κάτι, έχω συνείδηση κάποιου πράγματος
αρχ.
γνωρίζω καλά κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.