οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
ο, Ν φασαρία(για πρόσ.) αυτός που προκαλεί αναστάτωση ή ενόχληση, ταραξίας2. φρ. «καπετάν-φασαρίας» — άτομο που πρωτοστατεί σε φασαρία, αρχιταραξίας.