Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φασαρίας

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

ο, Ν φασαρία
(για πρόσ.) αυτός που προκαλεί αναστάτωση ή ενόχληση, ταραξίας
2. φρ. «καπετάν-φασαρίας» — άτομο που πρωτοστατεί σε φασαρία, αρχιταραξίας.