τάνυση
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
η / τάνυσις, -ύσεως, ΝΑ τάνυμαι/ τανύω
1. η ενέργεια του τανύω, τέντωμα
2. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο.