φουσκωτός

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φουσκώνω
1. φουσκωμένος, αυτός που έχει σχήμα φούσκας, κυρτός
2. γεμάτος αέρα
3. φρ. α) «φουσκωτό ψωμί» — ψωμί με προζύμι
β) «φουσκωτή βάρκα»
ναυτ. μικρό πλοιάριο με πλωτήρες γεμάτους αέρα.