ὑπορύσσω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπορύσσω Medium diacritics: ὑπορύσσω Low diacritics: υπορύσσω Capitals: ΥΠΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: hyporýssō Transliteration B: hyporyssō Transliteration C: yporysso Beta Code: u(poru/ssw

English (LSJ)

Att. ὑπορύττω,

   A dig under, undermine, τὸ τεῖχος, τὰ τείχεα, Hdt.5.115, 6.18, PRyl.127.11 (i A. D.); μέρος τοῦ ἐξαγωγοῦ PTeb. 13.10 (ii B. C.); τὸ σταθμόν, of burglars, ib.804.12 (ii B. C.); σύριγγα Polyaen.6.17: abs., Ath.Mech.20.3: metaph., τὰς κοινὰς διαλύσεις ὑ. Plu.Ages.35; τὰ τῆς διαίτης Luc.Merc.Cond.31; ὑ. τῶν ἀπορρήτων ἔνια find them out, Plu.2.490c.

German (Pape)

[Seite 1231] att. -ττω, untergraben, unterminiren; Her. 5, 115; τὰ τείχη Pol. 22, 11, 4; Sp., wie Luc. Merc. cond. 31; übertr., Plut. Agesil. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπορύσσω: Ἀττ. -ττω, σκάπτω ὑποκάτω, ὑποσκάπτω, ὑπονομεύω, τὸ τεῖχος, τὰ τείχεα Ἡρόδ. 5. 115., 6. 18· μεταφορ., ὑπ. τὰς κοινὰς διαλύσεις Πλουτ. Ἀγησ. 35· τὰ τῆς διαίτης Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31· ὑπ. τὰ ἀπόρρητα, προδίδω, κοινολογῶ, Πλούτ. 2. 490C.

French (Bailly abrégé)

creuser en dessous, miner ; fig. miner, saper, détruire.
Étymologie: ὑπό, ὀρύσσω.

Greek Monolingual

ὑπορύσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπορύττω Α
υποσκάπτω
αρχ.
φρ. «ύπορύττω τὰ ἀπόρρητα» — προδίδω, κοινολογώ τα μυστικά (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀρύσσω «σκάβω»].