χοληδόχος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοληδόχος Medium diacritics: χοληδόχος Low diacritics: χοληδόχος Capitals: ΧΟΛΗΔΟΧΟΣ
Transliteration A: cholēdóchos Transliteration B: cholēdochos Transliteration C: cholidochos Beta Code: xolhdo/xos

English (LSJ)

ον,

   A containing bile, κύστις χ. gall-bladder, Alex.Aphr. Pr.1.40; ἡ χ. (without κύστις) Gal.UP4.12; τὸ χ. ἀγγεῖον ib.5.2.

German (Pape)

[Seite 1363] die Galle aufnehmend, fassend, Lob. Phryn. 635.

Greek (Liddell-Scott)

χοληδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος περιέχων τὴν χολήν, κύστις χ., εἰς ἣν ἐκ τοῦ ἥπατος συνάγεται ἡ χολή, καὶ χοληδόχος (ἄνευ τοῦ κύστις) Γαλην. τ. 3, σ. 208, τ. 4, σ. 102, 143, 381· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 635.

Greek Monolingual

και χολοδόχος, -ο / χοληδόχος και χολοδόχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν, και χολιοδόχος, -ον, Α
1. αυτός που περιέχει χολή
2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις»
ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια του ήπατος, για την αποθήκευση της χολής στα μεσοδιαστήματα τών γευμάτων
β) «χοληδόχος πόρος»
ανατ. το τελικό τμήμα της κύριας χοληφόρου οδού, συνέχεια του κοινού ηπατικού πόρου, μετά την εκβολή του κυστικού πόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος, οὐρο-δόχος. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. choledoch].