συνωστισμός

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

ο, Ν συνωστίζομαι
1. συνώθηση μέσα σε πλήθος κόσμου, στρύμωγμα
2. συνεκδ. πυκνή συγκέντρωση ατόμων που σπρώχνονται ή στρυμώχνονται αμοιβαία, πυκνό πλήθος.