πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
ο, Ν συνωστίζομαι1. συνώθηση μέσα σε πλήθος κόσμου, στρύμωγμα2. συνεκδ. πυκνή συγκέντρωση ατόμων που σπρώχνονται ή στρυμώχνονται αμοιβαία, πυκνό πλήθος.