ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
-έω, ΜΑ
1. κάνω θόρυβο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. (κατ' επέκτ.) χειροκροτώ ή, επευφημώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θορυβῶ (< θόρυβος)].