σφουγγάρι

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν
νεοελλ.
1. ο σπόγγος
2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό
3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» — είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος
β) «τραβώ σφουγγάρι»
μτφ. σβήνω, απαλείφω
μσν.-αρχ.
(ως υποκορ. του σφόγγος) σφουγγαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφογγάριον / σπογγάριον, υποκορ. του αρχ. σφόγγος / σπόγγος με κώφωση του /ο/ σε /u/ (πρβλ. κώδων: κουδούνι, σάπων: σαπούνι)].