τακτοποιώ
Greek Monolingual
και ταχτοποιώ Ν
1. τοποθετώ κάτι στη θέση του («τακτοποιώ τα βιβλία μου»)
2. βάζω σε τάξη, συγυρίζω («τακτοποιώ το σπίτι»)
3. συνεκδ. διευθετώ, κανονίζω («τακτοποιώ τις δουλειές μου»)
4. μτφ. (σχετικά με λογαριασμό) εκκαθαρίζω, εξοφλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τακτός + -ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη].