τακτοποιώ

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ταχτοποιώ Ν
1. τοποθετώ κάτι στη θέση του («τακτοποιώ τα βιβλία μου»)
2. βάζω σε τάξη, συγυρίζωτακτοποιώ το σπίτι»)
3. συνεκδ. διευθετώ, κανονίζωτακτοποιώ τις δουλειές μου»)
4. μτφ. (σχετικά με λογαριασμό) εκκαθαρίζω, εξοφλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τακτός + -ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Ικ. Λάτρη].