τεστ
From LSJ
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. (ξεν.)
1. είδος επιστημονικής δοκιμασίας για την εξακρίβωση της πνευματικής ή και σωματικής ικανότητας ενός ατόμου
2. (γενικά) έλεγχος για επαλήθευση
3. πρόχειρο διαγώνισμα
4. (ψυχολ.) τυποποιημένη μέθοδος με την οποία εκμαιεύεται ένα αποκαλυπτικό ή αντιπροσωπευτικό δείγμα ορισμένου τύπου συμπεριφοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. test < αρχ. γαλλ. test «πήλινη χύτρα αλχημιστών» < λατ. testum «κλίβανος, κεραμεικό αγγείο»].