τεστ

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ. (ξεν.)
1. είδος επιστημονικής δοκιμασίας για την εξακρίβωση της πνευματικής ή και σωματικής ικανότητας ενός ατόμου
2. (γενικά) έλεγχος για επαλήθευση
3. πρόχειρο διαγώνισμα
4. (ψυχολ.) τυποποιημένη μέθοδος με την οποία εκμαιεύεται ένα αποκαλυπτικό ή αντιπροσωπευτικό δείγμα ορισμένου τύπου συμπεριφοράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. test < αρχ. γαλλ. test «πήλινη χύτρα αλχημιστών» < λατ. testum «κλίβανος, κεραμεικό αγγείο»].