τακτ
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Greek Monolingual
το, Ν
άκλ. λεπτότητα, διακριτικότητα στη συμπεριφορά, στους τρόπους, ευπρέπεια («φέρεται πάντα με πολύ τακτ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tact < λατ. tactus «άγγιγμα» < ρ. tango «αγγίζω»].