υδροφόρος

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑδροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί.
γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.)
2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) υδροφόρος και ὑδροφόρος
αυτός που έχει ως έργο τη μεταφορά νερού, ο νεροκουβαλητής
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η υδροφόρος
όχημα ή πλοίο κατάλληλο για τη μεταφορά νερού
2. φρ. «υδροφόρος ορίζοντας»
γεωλ. νοητή υπόγεια επιφάνεια που αντιπροσωπεύεται από τις υδάτινες στάθμες τών φρεάτων και διεισδύει στη ζώνη του ολικά κορεσμένου με νερό διαπερατού πετρώματος, διαχωρίζοντας τη ζώνη του υπόγειου νερού από την υπερκείμενή της περιοχή του τριχοειδικού νερού
(αρχ,)
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ὑδροφόροι
τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου και του Σοφοκλέους
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Ὑδροφόροι
α) γυναίκες ιέρειες του ναού τών Βραγχιδών στη Μίλητο
β) άγαμες νεαρές κόρες που έπαιρναν μέρος στα Διπολίεια, γιορτή που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν του Διός Πολιέως
3. (η αιτ. πληθ.) ὑδροφόρους
(κατά τον Ησύχ.) «ὑδρορρόους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόρος].