υπεράσπιση

From LSJ
Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

η / ὑπεράσπισις, -ίσεως, ΝΜ ὑπερασπίζω
η ενέργεια του υπερασπίζω, προστασία, υποστήριξηυπεράσπιση τών συνόρων»)
νεοελλ.
1. συνηγορία στο δικαστήριο, παρουσίαση στοιχείων υπέρ του κατηγορουμένου
2. ο συνήγορος ή το σύνολο τών συνηγόρων («τον λόγο έχει η υπεράσπιση»).