υπεράσπιση
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
η / ὑπεράσπισις, -ίσεως, ΝΜ ὑπερασπίζω
η ενέργεια του υπερασπίζω, προστασία, υποστήριξη («υπεράσπιση τών συνόρων»)
νεοελλ.
1. συνηγορία στο δικαστήριο, παρουσίαση στοιχείων υπέρ του κατηγορουμένου
2. ο συνήγορος ή το σύνολο τών συνηγόρων («τον λόγο έχει η υπεράσπιση»).