υγρομετρία
From LSJ
κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad
Greek Monolingual
η, Ν
(μετεωρ.) κλάδος της μετεωρολογίας ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της υγρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα, αλλ. υγροσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrometry (< υγρός + -μετρία). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].