υπεροψία

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

Greek Monolingual

η / ὑπεροψία, ΝΜΑ ὑπέροπτος (Ι)]
η ιδιότητα του υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.)
αρχ.
1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.)
2. (με θετ. σημ.) αδιαφορία για κάτι επιβλαβές ή κακόἐγκράτεια τοίνυν σώματος ὐπεροψία κατὰ τὴν πρὸς θεὸν ὁμολογίαν», Κλήμ. Αλ.).