υποδουλώνω
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
ὑποδουλῶ, -όω, ΝΜ ὑπόδουλος
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον υπόδουλο, υπάγω κάποιον υπό την κυριαρχία μου ή την κυριαρχία άλλου, στερώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία κάποιου
2. μτφ. καθιστώ κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους τους φίλους του» β. «τον έχει υποδουλώσει το πάθος του για τις γυναίκες»)
μσν.
(μόνον μέσ. με σημ. ενεργ. μτβ.) ὑποδουλοῡμαι, -όομαι
υποτάσσω («τὸν ὑποδουλούμενον τοὺς Ἰσραηλίτας βασιλέα», Μιχ. Ακομ.).