υπονοώ

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

ὑπονοῶ, -έω, ΝΑ νοῶ
νεοελλ.
1. εκφράζω με έμμεσο ή συγκεκαλυμμένο τρόπο, υποδηλώνω, υπαινίσσομαι («δεν ξέρω τί υπονοούσε με όσα είπε προηγουμένως»)
2. (μεσοπαθ.) υπονοούμαι
δεν λέγομαι ρητώς, εξυπακούομαι, είμαι αυτονόητος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) τα υπονοούμενα
υπαινιγμοί, μισόλογα
αρχ.
1. υποψιάζομαι, υποπτεύομαι
2. κάνω εικασίες, σχηματίζω υποθετικές ιδέες για ένα θέμα («καὶ θηρεύειν καὶ ἐπὶ σμικρὸν ὑπονοεῑν τὰ λεγόμενα», Αντιφ.).