φασκίς

From LSJ
Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «διάφυσον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. του τ. δι-άφυσος (< διά + ἄφυσος «είδος δοχείου», πρβλ. ἀφύσσω «αντλώ», δι-αφύσσω) οδηγεί στην υπόθεση ότι ο τ. φασκίς αποτελεί εσφ. ανάγνωση αντί του σκαφίς (πρβλ. σκάφη, σκάπτω) με αντιμετάθεση τών συμφώνων (πρβλ. φάσκον: σκάφος, βλ. λ. φάσκο). Εξάλλου, ο τ. φασκίς απαντά και σε άλλο ένα ερμήνευμα του Ησύχ.: βοσκευταί
φασκίδες, ἀγκάλαι, όπου έχει τη σημ. «δεσμίδα δεμένη με σχοινί», σημ. η οποία οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για απόδοση του λατ. fascis «δεσμίδα» (πρβλ. φάσκος, το) ή για ανεξάρτητο σχηματισμό της Ελληνικής που αντιστοιχεί με τον λατ. αυτόν τ.].