φιαληφόρος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐᾰληφόρος Medium diacritics: φιαληφόρος Low diacritics: φιαληφόρος Capitals: ΦΙΑΛΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phialēphóros Transliteration B: phialēphoros Transliteration C: fialiforos Beta Code: fialhfo/ros

English (LSJ)

ἡ,

   A cup-bearer, title of a Locrian priestess, Plb.12.5.9; name of play by Anaxandr.

German (Pape)

[Seite 1273] die Schaale tragend, Pol. 12, 5,9.

Greek (Liddell-Scott)

φιᾰληφόρος: ἡ, ἡ φέρουσα φιάλην, ὄνομα Λοκρίδος ἱερείας, Πολύβ. 12. 5, 9.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (ως ονομασία ιέρειας της Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάληὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ' αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.)
2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος
τίτλος κωμωδίας του Αναξανδρίδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + -φόρος. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].