Φόρκος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek (Liddell-Scott)

Φόρκος: ὁ, = Φόρκυς, Πινδ. Π. 12. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 407. ΙΙ. = Ἔρεβος, Λατ. Orcus, Φανοκλ. 1. 20, καὶ αὐτόθι Bach.· ἴδε Müller Orchom. σ. 155, Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 383, πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.

English (Slater)

Φόρκος father of the Gorgons and Graiai. ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος (sc. Περσεύς) (P. 12.13) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων (cf. v. 5, πατέρα Γοργόνων) Δ. 1. 17.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μυθ.
1. ο Φόρκυς
2. ο τόπος όπου πήγαιναν οι νεκροί, κατοικούσαν οι Ερινύες και η Περσεφόνη και φυλακίζονταν αιώνια οι ασεβείς, το Έρεβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φορκός.