φρενίτιδα

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source

Greek Monolingual

η / φρενῑτις, -ίτιδος, ΝΜΑ, και φρενῆτις, -ήτιδος, Α
εγκεφαλική φλεγμονή που συνοδεύεται από υψηλό πυρετό και παραλήρημα
νεοελλ.
1. παραλήρημα από εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα
2. φλεγμονή του διαφράγματος
3. παραφροσύνη, φρενοπάθεια
4. μτφ. εκδήλωση έξαλλης χαράς («φρενίτιδα ενθουσιασμού ξέσπασε όταν ο ομιλητής ανέβηκε στο βήμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κατάλ. -ῖτις / -ίτιδα].