φυλλορροώ
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
Greek Monolingual
φυλλορροῶ, -έω, ΝΜΑ φυλλορόος
(για δένδρα και άλλα φυτά) ρίχνω τα φύλλα μου, μού πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο
νεοελλ.
μτφ. χάνομαι βαθμιαία, οδηγούμαι σε εξαφάνιση (α. «η επιχείρηση φυλλορροεί» β. «η αγάπη μας φυλλορροεί»)
αρχ.
1. κωμ. ρίχνω, πετώ την ασπίδα μου για να σωθώ
2. χάνω τα μαλλιά μου, γίνομαι φαλακρός.