χασομερώ

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

και χασομεράω και χασομερνώ Ν χασομέρης
1. (αμτβ.) α) είμαι αργόσχολος
β) χρονοτριβώ, καθυστερώ χωρίς λόγο
γ) χάνω εργάσιμο χρόνο
2. (μτβ.) απασχολώ κάποιον από τη δουλειά του, τον κάνω να καθυστερεί.