Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άφενος

From LSJ
Revision as of 20:40, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἄφενος, το (Α)
περιουσία, πρόσοδος, αφθονία αγαθών, βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με αρχ. ινδ. άpnas- «περιουσία, πλούτος», παρ' όλο που είναι σημασιολογικά ικανοποιητική, δεν εξηγεί το δασύ -φ- του ελλ. τ., πράγμα που οδήγησε στην αναγωγή της λ. σε ινδοευρ. apsnos (πρβλ. λιθ. āpstas), που δικαιολογεί μεν το δασύ, αφήνει όμως ανερμήνευτο το -ε-. Είναι ίσως προτιμότερο να συνδεθεί ο τ. με χεττ. happin-ant- «πλούσιος», happineš- «γίνομαι πλούσιος» και happinah- «κάνω κάποιον πλούσιο» (< ινδοευρ. op-en) και να θεωρηθεί δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως, σχηματισμένη από μία έρρινη ρίζα και επίθημα -es-, παρεκτεταμένο με ένα -η- που απαντά στο λατ. mūnus «δώρο, χάρισμα» κ.ά.].