κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
ο1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός2. ο άρχοντας, ο ευγενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)].