αναδάσωση

From LSJ
Revision as of 10:40, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

η (Δασοπ.)
τεχνητή επανίδρυση δάσους με φύτευση δενδρυλλίων που παράγονται σε φυτώρια ή με σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδασώνω. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reforestation. Ο ελληνικός όρος αναδάσωσις πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον δασολόγο Νικόλαο Χλωρό].