Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ασκαλαβώτης

From LSJ
Revision as of 11:10, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

Greek Monolingual

ἀσκαλαβώτης, ο (Α)
η κατάστικτη σαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο παρεκτεταμένος τ. ασκαλαβώτης θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του ασκάλαβος (πρβλ. γαλεώτης: γαλεός), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια αιγαιακής προελεύσεως. Όσον αφορά στο επίθημα -βος, με το οποίο σχηματίζονται αρκετά ονόματα ζώων (πρβλ. κάραβος) και που υποστηρίζεται ότι αποτελεί παραλλαγή του -φος (πρβλ. ασκάλαφος), είναι δυνατόν να οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση ή και να χαρακτηρίζει λέξεις που δεν εμφανίζουν ΙΕ. δομή].