ασκάλαφος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
ἀσκάλαφος, ο (Α)
όνομα πουλιού (πιθ. κουκουβάγια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παράλληλος, χωρίς αρχικό φωνήεν τ. κάλαφος οδηγεί στην υπόθεση αποδοχής ενός προθετικού α -στον τ. ασκάλαφος. Όσον αφορά στο επίθημα -φο-ς, που απαντά σε πολλά ονόματα ζώων ή πτηνών (πρβλ. έριφος, έλαφος, κόσσυφος), ανάγεται σε ΙΕ. επίθημα -bho-, που με τη σειρά του είχε προήλθε < ΙΕ. ρίζα bhā- «λάμπω, φέγγω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhāti) είχε σχηματίστηκε από λέξεις με ριζικό -bh].