ατρέμας

From LSJ
Revision as of 11:20, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

ἀτρέμας και ἀτρέμα (Α)
επίρρ.
1. χωρίς να τρέμει κανείς, χωρίς κίνηση, σταθερά
2. χωρίς σπουδή, ήρεμα, αργά
3. απαλά, ευγενικά
4. φρ. «ἀτρέμα(ς) ἔχω» — είμαι ήρεμος, ησυχάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρέμω. Η λ. ανήκει στους αρχαϊκούς τ. επιρρημάτων (πρβλ. σάφα, τάχα κ.ά.) με κατάλ. -α < ινδοευρ. -n τα οποία προέρχονται από ουδέτερα με επιρρ. λειτουργία. Το τελικό -ς του τ. ατρέμας οφείλεται σε ευφωνικούς λόγους, όταν δηλ. η επόμενη λ. αρχίζει από φωνήεν].