ἀλάβαστος

From LSJ
Revision as of 17:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάβαστος Medium diacritics: ἀλάβαστος Low diacritics: αλάβαστος Capitals: ΑΛΑΒΑΣΤΟΣ
Transliteration A: alábastos Transliteration B: alabastos Transliteration C: alavastos Beta Code: a)la/bastos

English (LSJ)

[ᾰλᾰ-] or ἄλᾰβ-στρος, (ἡ, v.l. in

   A Ev Marc.14.3), globular vase without handles for holding perfumes, often made of alabaster, Hdt.3.20, Ar.Ach.1053, Crates Com.15.6, Alex.62,143, etc. (ἀλάβαστος (or -ον) is the earlier Att. form, SIG102, cf. Ael.Dion.Fr.31, Men.990: Dor. acc. pl. ἀλαβάστρως Call.Lav.Pall.15) :—neut. ἀλάβαστρον IG2.745B4, 11(2).161B9 (Delos, iii B. C.), LXX 4 Ki.21.13 (cod. A), v.l. in Ev.Marc.14.3: pl. ἀλάβαστρα or -τα Theoc.15.114, AP9.153 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 88] ὁ, nach VLL. die att. Form für ἀλάβαστρος, Ar. Ach. 1017; Ath. VIII, 365 d; auch τὸ ἀλάβαστον, Men. bei Eust. 1161.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάβαστος: [ᾰλᾰ-], ὁ, ἀγγεῖον ἐξ ἀλαβάστρου, (πρβλ. ἀλαβαστίτης), Ἡρόδ. 3. 20., Ἀριστοφ. Ἀχ. 1053, Κράτης, 2. 6, Ἄλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1, ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4. Ἐν τοῖς μνημομευθεῖσι χωρίοις τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων διατηροῦσι τὸν τύπον ἀλάβαστος, τὸ ὁποῖον ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ ἀρχαῖος καὶ ὀρθὸς τύπος ἐν Α. Β. 206, Φωτ. Λεξ. ἐν λέξ. λήκυθον. Ὁ ἕτερος τύπος ἀλάβαστρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ ὡς παρὰ τοῖς Ἑβδ., Κ. Δ., Πλουτ., κτλ., Δωρ., αἰτ. πληθ.· - ἀλαβάστρως, Καλλ. Λουτρὰ Παλλάδος, 15: - οὐδέτερ. ἀλάβαστρον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Κ. Δ., πληθ. ἀλάβαστρα ἢ -τα, ἐν Θεοκρ. 15. 114, Ἀνθ. Π. 9. 153.

French (Bailly abrégé)

att. réc. c. ἀλάβαστρος.

Greek Monolingual

ἀλάβαστος και -στρος, ο, η (Α)
το αλάβαστρο.

Greek Monotonic

ἀλάβαστος: [ᾰλᾰ-], ὁ, κουτί ή κασετίνα από αλάβαστρο, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· ἀλάβαστρος είναι ο μεταγεν. τύπος στους Εβδ., σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.· ουδ. ἀλάβαστρον, σε Καινή Διαθήκη· πληθ. ἀλάβαστρα ή -τα, σε Θεόκρ., Ανθ. (πιθ. ξεν. προέλ.).