ἀμοχθεί
From LSJ
English (LSJ)
or ἀμοχθ-ί [ῑ], Adv.
A without toil, A.Pr.210, E.Ba.194.
German (Pape)
[Seite 128] ohne Mühe, Aesch. Prom. 208; Luc. Amor. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοχθεί: ἢ -θὶ [ῑ], ἐπίρρ., ἄνευ μόχθου ἢ κόπου, Αἰσχύλ. Πρ. 208, Εὐρ. Βάκχ. 194.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans peine.
Étymologie: ἄμοχθος.
Spanish (DGE)
uelἀμοχθί
• Prosodia: [ῑ]
adv. sin trabajo ᾤοντ' ἀμοχθὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν A.Pr.208, cf. E.Ba.194, Fr.978, D.H.2.41, Luc.Am.7, Ph.1.101, Hdn.Gr.2.464.
Greek Monolingual
ἀμοχθεὶ και ἀμοχθὶ επίρρ. (Α) ἄμοχθος
δίχως μόχθο, άκοπα, ακοπίαστα.
Greek Monotonic
ἀμοχθεί: ή -θί[ῑ], επίρρ. του ἄμοχθος, σε Αισχύλ., Ευρ.