ἀμφίχρυσος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον,
A gilded all over, φάσγανον E.Hec.543.
German (Pape)
[Seite 145] rings vergoldet, φάσγανον Eur. Hec. 543.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίχρῡσος: -ον, ἐπίχρυσος πανταχόθεν, φάσγανον Εὐρ. Ἑκ. 543.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
doré autour.
Étymologie: ἀμφί, χρυσός.
Spanish (DGE)
(ἀμφίχρῡσος) -ον
incrustada en oro por ambos lados φάσγανον E.Hec.543.
Greek Monolingual
ἀμφίχρυσος, -ον (Α)
ο χρυσωμένος ολόγυρα, περίχρυσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + χρυσός.