ἀμφιπίτνω

From LSJ
Revision as of 18:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 142] dasselbe, Eur. Suppl. 278 ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ, auch ἀμφιπιτνοῦσα geschr. Vgl. πίτνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπίτνω: ἴδε ἀμφιπίπτω.

English (Slater)

ἀμφιπίτνω
   1 fall upon and embrace ἐγὼ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.98)

Spanish (DGE)

caer abrazando, γόνυ καὶ χέρα E.Supp.278.

Greek Monotonic

ἀμφιπίτνω: (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ.