ἀμφιτρομέω
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
A tremble for, τοῦ δ' ἀ. καὶ δείδια Od.4.820.
German (Pape)
[Seite 145] τινός, für Jemand zittern, besorgt sein, Od. 4, 820.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτρομέω: τρέμω περί τινος, διά τινα, τοῦ δ’ ἀμφ. καὶ δείδια Ὀδ. Δ. 820.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
prés.
trembler pour, gén..
Étymologie: ἀμφί, τρέμω.
English (Autenrieth)
tremble for, w. gen., Od. 4.820†.
Spanish (DGE)
temblar con todo el cuerpo por c. gen. τοῦ δ' ἀμφιτρομέω καὶ δείδια Od.4.820.
Greek Monotonic
ἀμφιτρομέω: μέλ. -ήσω, τρέμω για κάποιον, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.