ἀναπλόω
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
A unfold, open, ταρσὸν ἀναπλώσας Mosch.2.60; τὰς θύρας Babr.74.3:—Pass., of pods or flowers, Dsc.2.159, 4.113. 2 cause to expand, τῷ -οῦν τὰ σώματα τὴν θερμότητα Anon. in Cat.49.26. II explain, unravel, Anon.in Tht.23.6, Corp.Herm.1.16, Procl.in Euc.p.4F.; ἀπορίαν Simp.in Ph.441.11. III simplify, μέχρι τοῦ ἑνός Dam.Pr.5:—so in Pass., of compounds, to be resolved into simple elements, Ph.1.433 (s. v. l.): pf. part. Pass. ἀνηπλωμένος open, shallow, λοπάδας PHolm.11.17. Adv. -ως, q. v.
German (Pape)
[Seite 202] entfalten, ausbreiten, Diosc.; θὐραν, öffnen, Babr. 74, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπλόω: ἀνοίγω, ξεδιπλώνω, ταρσὸν ἀναπλώσας Μόσχ. 2. C0· τὰς θύρας Βαβρ. 74. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ouvrir (une porte).
Étymologie: ἀνά, ἁπλόω.
Spanish (DGE)
I 1desplegar, abrir (πτέρυγας) Mosch.2.60, τὰς θύρας Babr.74.3
•en v. med. abrirse de flores, Dsc.2.159, 4.113
•en part. perf. abierto, hondo λοπάδας PHolm.66.
2 fig. explicar, desvelar τὰς κο[ινὰς] ἐννοίας Anon.in Tht.23.6, τὸ συνεσπειραμένον Procl.in Cra.54.7, τὴν ἀτραπὸν ἀναπλοῦντα τῆς γενέσεως Procl.in Cra.69.10, τὸν πρῶτον λόγον Corp.Herm.1.16, τοῦ νοῦ τὴν ἀμετρίαν Procl.in Euc.4.11, ἀπορίαν Simp.in Ph.441.11.
3 dilatar τῷ ... ἀναπλοῦν τὰ σώματα τὴν θερμότητα Anon.in Cat.49.26.
II simplificar μέχρι τοῦ ἑνός Dam.Pr.5
•en v. pas. ser reducido ἀναπλοῦσθαι πάλιν εἰς τὰς ἐξ ὦν ἀπετελέσθη ποιότητας Ph.1.433.