ἀναφλεγμαίνω

From LSJ
Revision as of 18:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφλεγμαίνω Medium diacritics: ἀναφλεγμαίνω Low diacritics: αναφλεγμαίνω Capitals: ΑΝΑΦΛΕΓΜΑΙΝΩ
Transliteration A: anaphlegmaínō Transliteration B: anaphlegmainō Transliteration C: anaflegmaino Beta Code: a)naflegmai/nw

English (LSJ)

   A inflame, Plu.Ant.82, cf. Gal.18(1).73.

German (Pape)

[Seite 213] durch Entzündung anschwellen, Plut. Ant. 83.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφλεγμαίνω: μέλλ. -φλεγμᾰνῶ, φλογίζομαι, ἀνεφλέγμηνε γὰρ αὐτῆς (τῆς Κλεοπάτρας) τὰ στέρνα τυπτομένης καὶ καθήλκωτο Πλουτ. Ἀντ. 82.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνεφλέγμηνα;
s’enflammer, être enflammé.
Étymologie: ἀνά, φλεγμαίνω.

Spanish (DGE)

inflamarse ἔλκεα Hp.Vlc.27, cf. 24, Gal.18(1).73, τὰ στέρνα Plu.Ant.82
fig. v. med. διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγμαινομένης Iul.Or.3.83c.

Greek Monolingual

ἀναφλεγμαίνω)
1. παθαίνω φλεγμονή, φλογίζομαι
2. (μτβ.) εξάπτω, φλογίζω.

Greek Monotonic

ἀναφλεγμαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ερεθίζομαι και φουσκώνω, σε Πλούτ.