ἀνδριαντοποιΐα
English (LSJ)
ἡ,
A the sculptor's art, statuary, Pl.Grg.450c, X.Mem. 1.4.3.
German (Pape)
[Seite 217] = vor., Plat. Gorg. 450 c; Xen. Mem. 1, 4, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la statuaire, la sculpture.
Étymologie: ἀνδριαντοποιός.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
escultura, estatuaria τεθαύμακα ... ἐπὶ ἀνδριαντοποιΐα Πολύκλειτον X.Mem.1.4.3, ζωγραφίαν καὶ ἀνδριαντοποιΐαν Ph.1.270, cf. Pl.Grg.450c, Io 533a, Arist.Pol.1256a7, Plot.5.9.11.
Greek Monotonic
ἀνδριαντοποιΐα: ἡ, γλυπτική τέχνη, αγαλματοποιΐα, σε Πλάτ., Ξεν.