ἀναφυσιάω

From LSJ
Revision as of 18:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφῡσιάω Medium diacritics: ἀναφυσιάω Low diacritics: αναφυσιάω Capitals: ΑΝΑΦΥΣΙΑΩ
Transliteration A: anaphysiáō Transliteration B: anaphysiaō Transliteration C: anafysiao Beta Code: a)nafusia/w

English (LSJ)

   A fetch a deep-drawn breath. blow, of a dolphin, Hes.Sc.211; ἀ. ἆσθμα A.R.2.431.

German (Pape)

[Seite 214] wiederholt aufschnauben, vom Delphin, Hes. Sc. 211; ausathmen, ἆσθμα Ap. Rh. 2, 431.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφῡσιάω: Ἰων. ἀναφυσιόω, φυσῶ ἰσχυρῶς, ἐκπέμπω βαθεῖαν ἐκπνοήν, φυσῶ πρὸς τὰ ἄνω, ἐπὶ δελφίνων, δοιοὶ δ’ ἀναφυσιόωντες ἀργύρεοι δελφῖνες, «ἔθος γὰρ τοῖς δελφῖσιν ἀνακύπτειν ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ ἀποφυσᾶν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ στόματος» (σχόλ.) Ἡσ. Ἀσπ. 211· ἆσθμ’ ἀναφυσιόων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 431.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. prés. épq. ἀναφυσιόων;
c. ἀναφυσάω.

Spanish (DGE)

1 resoplarde un delfín, Hes.Sc.211.
2 soplardel viento, c. ac. ἆσθμ' ἀναφυσιόων A.R.2.431.

Greek Monotonic

ἀναφῡσιάω: Επικ. μτχ. -φυσιόων, φυσώ με δύναμη, φυσώ προς τα πάνω, λέγεται για δελφίνι, σε Ησίοδ.