δέψω

From LSJ
Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέψω Medium diacritics: δέψω Low diacritics: δέψω Capitals: ΔΕΨΩ
Transliteration A: dépsō Transliteration B: depsō Transliteration C: depso Beta Code: de/yw

English (LSJ)

aor. ἐδέψησα,

   A work or knead a thing till it is soft, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Od.12.48; δέψει χερσὶ [τὸ δέρμα] Hdt.4.64.

German (Pape)

[Seite 555] dasselbe, gerben, Her. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

δέψω: ἀόρ. (ὡς ἐκ ῥήμ. δεψέω)· - Λατ. depso (πρβλ. δέφω), κατεργάζομαι, μαλάσσω, ποιῶ τι μαλακόν, κηρὸν δεψήσας μελιηδέα Ὀδ. Μ. 48· δέψει χερσὶ τὸ δέρμα Ἡρόδ. 4. 64· πρβλ. σκυλοδέψης.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et part. ao. δεψήσας;
amollir, assouplir.
Étymologie: DELG pas d’étym. sûre.

English (Autenrieth)

aor. part. δεψήσᾶς: knead (to soften), Od. 12.48†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. δεψήσας Od.12.48]
1 dar forma ablandando κηρόν Od.l.c., cf. Cat.Agr.76, 90, tb. en v. med., fig. χείρ ἐστιν ἡ δεψαμένη σε θεοῦ la mano de Dios es la que te modela Gr.Nyss.Hom.creat.45.9
prensar con los pies Phot.Bibl.449b27.
2 curtir (τὸ δέρμα) δέψει τῇσι χερσί Hdt.4.64, ῥινοὺς ... βοῶν δέψοντες Philostr.Gym.10, cf. Cat.Agr.135.3.
3 obs. manosear, sobar Varro Sat.Men.331, Cic.Fam.9.22.4.

• Etimología: Cf. δέφω.

Greek Monolingual

δέψω (Α)
κατεργάζομαι, μαλάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέφω.

Greek Monotonic

δέψω: αόρ. αʹ ἐδέψησα, όπως αν προερχόταν από δεψέω (δέφω), κατεργάζομαι ή μαλάσσω ένα πράγμα μέχρι να μαλακώσει· κηρὸν δεψήσας, σε Ομήρ. Οδ.· δέψει τὸ δέρμα, σε Ηρόδ.