γεωτόμος

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

German (Pape)

[Seite 488] die Erde aufreißend, pflügend, ὅπλον Bian. (X, 101); ὁ, Ep. ad. 229 (IX, 741).

Greek (Liddell-Scott)

γεωτόμος: -ον, ὁ κόπτων, ἀνοίγων τὸ ἔδαφος, γεωργῶν, Ἀνθ. II. 10. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fend la terre ; qui cultive, laboure.
Étymologie: γῆ, τέμνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): γειοτόμος A.R.1.687, Opp.C.1.137, Nonn.D.2.411, 6.375, 37.400
que rotura la tierra, ἄροτρον A.R.l.c., Opp.l.c., ὅπλον AP 10.101 (Bianor), τρίαινα Nonn.D.2.411, cf. 6.375, ῥεέθρῳ ὄμβρου γειοτόμοιο ῥάχις κοιλαίνετο γαίης Nonn.D.37.400
subst. ὁ γ. labrador, AP 9.741.

Greek Monolingual

γεωτόμος, -ον (Α)
αυτός που οργώνει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + -τόμος < τόμος < τέμνω (πρβλ. βαλλαντιοτόμος, υλατόμος].

Greek Monotonic

γεωτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που σκάβει, ανοίγει το έδαφος, που οργώνει, σε Ανθ.